накаркать - ορισμός. Τι είναι το накаркать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι накаркать - ορισμός


накаркать      
сов. перех. разг.-сниж.
см. накаркивать.
накаркать      
НАК'АРКАТЬ, накаркаю, накаркаешь, ·совер., что (·прост. ). В суеверных представлениях - каркая, наслать, накликать (беду; о вороне).
| перен. Напророчить, вызвать (беду) своим предсказанием.
НАКАРКАТЬ      
каркая (во 2 знач.), навлечь, накликать беду, что-нибудь плохое.
Н. неприятность кому-н.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για накаркать
1. - Так и накаркать недолго, - испуганно говорит Яна.
2. ХРЮН: Не хочу накаркать, но боюсь, что это только разминка.
3. Виктор ИЛЮХИН, член Комитета по безопасности Госдумы: - Ой, не накаркать бы...
4. Но прикусила язык, боясь накаркать. ...За месяц до родов он сообщил Свете, что полюбил другую женщину.
5. Не хотелось бы накаркать, но общество неминуемо заплатит за нечестное образование катастрофами и человеческими жертвами.
Τι είναι накаркать - ορισμός